σκληρόπετσος

σκληρόπετσος
η , ο толстокожий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σκληρόπετσος" в других словарях:

  • σκληρόπετσος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει σκληρό δέρμα 2. (κυρίως μτφ.) α) αυτός που διακρίνεται για τα σκληρά του αισθήματα, άσπλαχνος, ανάλγητος β) σκληραγωγημένος, ανθεκτικός στις κακουχίες και στον σωματικό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + πέτσα (πρβλ. χοντρό… …   Dictionary of Greek

  • σκληρόπετσος — η, ο αυτός που έχει σκληρό φλοιό: Αυτή η κληματαριά κάνει σκληρόπετσα σταφύλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»